σβουρίζω

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

Ν σβούρα
1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα
2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («του σβούριξε μία και του 'φυγαν τα γυαλιά»).