ὁ, v. σείσων.
[Seite 868] ὁ, = σείσων, Poll. 7, 181, Bekk. schreibt σείσων.
σειεύς: ὁ, ἴδε σείσων.
-έως, ὁ, Α(δ. γρφ.) σείσων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σείω + επίθημα -εύς].