σειρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of σειρά 1.3, X.Cyn.9.13,14,15,19.

German (Pape)

[Seite 868] ίδος, ἡ, dim. von σειρά, kleines Seil, Band, Xen. Cyn. 9, 13; Poll. 5, 33.

Russian (Dvoretsky)

σειρίς: ίδος (ῐδ) ἡ веревочка Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σειρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ σειρά II, Ξεν. Κυν. 9. 13, 14, 15, 19, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 83.

Greek Monotonic

σειρίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σειρά 2., σε Ξεν.

Middle Liddell

σειρίς, ίδος, ἡ, [Dim. of σειρά II, Xen.]