σειριάω

English (LSJ)

(not σιρ-), (σείριος)
A to be hot and scorching, of the Dog Star, Arat.331.
II suffer from σειρίασις, Dsc.4.70, Eup.1.9, Alex. Aphr.Pr.1.98; = φλεγμαίνει, καροῦται, Ael.Dion.Fr.430; σ. τοὺς πόδας, of horses (v. σειρά VI), Hippiatr.52.

German (Pape)

[Seite 868] 1) leuchten und brennen, von der Sonne, Arat. 332. – 2) an der σειρίασις leiden, wird auch falsch σιριάω geschrieben, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σειριάω: (ουχί σιρ-), (σείριος) εἶμαι θερμός, καυστικός, καταφλέγω, ἐπί τοῦ ἡλίου, Ἄρατ. 331. ΙΙ πάσχω ἐκ σειριάσεως, Διοσκ. 4. 71, π. Εὐπορίστ. 1. 9, κλπ.· σ. τούς πόδας, ἐπί ἵππων (ἴδε σειρά VI), Ἱππιατρ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειριᾷ φλεγμαίνει, καροῦται».