σειρωτός

English (LSJ)

σειρωτή, σειρωτόν, bound, Sm., Thd.Ex.28.32.

Greek (Liddell-Scott)

σειρωτός: -ή, -όν, δεδεμένος, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [σειρῶ (Ι)]
δεμένος με σχοινί.