τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον (Sicyonian), Hsch.; cf. ζειρά.
σειρόν: «τὸ ἀνδρεῖον, θέριστρον Σικυώνιοι» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον. Σικυώνιοι».[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σείρινα / σείρινος].