σειρόν

English (LSJ)

τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον (Sicyonian), Hsch.; cf. ζειρά.

Greek (Liddell-Scott)

σειρόν: «τὸ ἀνδρεῖον, θέριστρον Σικυώνιοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον. Σικυώνιοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σείρινα / σείρινος].