σελαγισμός

Greek Monolingual

ο, Ν
1. το σελάγισμα
2. (ορυκτ.) αστραφτερή ανταύγεια που παρατηρείται σε ορισμένα φυτά, όπως είναι ο ηλιόλιθος, ο αβεντουρίνης και ο διαλλαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελαγίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος αποτελεί απόδοση του γερμ. Schiller].