σελάγισμα
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
-ατος, τό, lightning, Man.4.189.
German (Pape)
[Seite 869] τό, das Leuchten, Wetterleuchten, Blitzen, Nicet., vgl. Maneth. 4, 189.
Greek (Liddell-Scott)
σελάγισμα: [ᾰ], τό, Μανέθων 4. 189· καὶ σελαγισμός, ὁ, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 362, λάμψις, ἀστραπή.
Greek Monolingual
το, ΝΑ σελαγίζω
λάμψη, ακτινοβολία.