σερβίς

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. (ξεν. λ.) (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ-πονγκ) η πρώτη βολή της μπάλας, η πρώτη μπαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. service < servir (βλ. λ. σερβίρω)].