μπαλιά

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

η μπάλα
1. βολή σφαίρας πυροβόλου όπλου
2. πλήγμα από σφαίρα
3. το λάκτισμα ή το χτύπημα της μπάλας σε αντίστοιχη αθλοπαιδιά και η τροχιά που διαγράφει η μπάλα («έστειλε μια καλή μπαλιά και έτσι σημείωσε γκολ»)
4. χτύπημα από μπάλα («μού ήλθε μια μπαλιά στο κεφάλι»).