σεργιανίζω

Greek Monolingual

και σιργιανίζω και σεργιανώ, -άω και σεριανώ, -άω και σιργιανώ, -άω, Ν σεργιάνι / σιργιάνι
1. κάνω βόλτα, κάνω περίπατο
2. (μτβ.) βγάζω κάποιον για σεργιάνι, τον πηγαίνω περίπατο.