πηγαίνω
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
Greek Monolingual
ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν
1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού 'ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.)
2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β. «τὸ δὲ φουσάτον τὸ πολὺν ὥρισε νὰ πηγαίνῃ», Διήγ. Αχιλ.)
νεοελλ.
1. συχνάζω κάπου μεταβαίνω και παραμένω κάπου («άλλοτε πήγαινα στο καφενείο, τώρα δεν πάω»)
2. ακολουθώ μια πορεία, έναν δρόμο («πάω καλά για τη θάλασσα;»)
3. καλύπτω κενό χώρο, φτάνω («το νερό πήγε ώς τη μέση»)
4. οδηγώ, συνοδεύω κάποιον («εγώ θα σέ πάω στο πάρκο να μάθεις τον δρόμο»)
5. ενάγω, καταγγέλλω κάποιον («μέ πήγε στην Αστυνομία»)
6. διάγω, ζω και συμπεριφέρομαι («όπως πας, θα καταλήξεις στη φυλακή.»)
7. εξελίσσομαι (α. «πάνε άσχημα οι δουλειές του» β. «δεν πάει καλά η οικονομία» γ. «πάει πολύ καλά στο σχολείο»)
8. λειτουργώ (α. «πάει καλά το ρολόι σου», β. «δεν πάει καλά η καρδιά μου»)
9. καταλήγω, φτάνω (α. «πού θα πάει αυτή η κατάσταση» β. «πάω καλύτερα» γ. «πάω άσχημα»)
10. παρέρχομαι, περνώ («πάνε τρία χρόνια από τότε»)
11. πεθαίνω («πάει ο κακομοίρης»)
12. δαπανώμαι, ξοδεύομαι («πήγε πολύ μαλλί στην μπλούζα»)
13. (σε τυχερά παιχνίδια και στοιχήματα) στοιχηματίζω, ποντάρω («πάω χιλιάρικο στον φάντη»)
14. διατιμώμαι, τιμώμαι, αξίζω, στοιχίζω, έχω ανταλλακτική αξία (α. «πόσο πάει το κοστούμι;» β. «πόσο πάει η λίρα;»)
15. (ως τριτοπρόσωπο) α) (με προσωπ. αντων.) ταιριάζει (α. «σού πάει το μαγιό» β. «δεν της πάνε τα μαύρα» γ. «δεν σού πάει να κάνεις τον μάγκα»)
β) (για ώρα ή χρόνο) πλησιάζει, κοντεύει («πεινάσαμε, πάει μεσημέρι»)
16. φρ. α) «πηγαίνω μπρος» ή «πηγαίνω μπροστά» — προκόβω, προοδεύω («αυτός θα πάει μπροστά με το μυαλό που έχει»)
β) «πηγαίνω πίσω» — οπισθοχωρώ, υποχωρώ σε χειρότερη θέση ή κατάσταση («η οικονομία πήγε πίσω δέκα χρόνια»)
γ) «πηγαίνω κι έρχομαι» — πηγαινοέρχομαι, μεταβαίνω συχνά κάπου και επιστρέφω
δ) «αυτό πάει κι έρχεται» — αυτό είναι ανεκτό, υποφερτό, μπορεί να γίνει αποδεκτό
ε) «πηγαίνω με κάποιον» — συναναστρέφομαι, κάνω παρέα ή έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιον (α. «πάω μαζί του συχνά» β. «έχουν πάει πολλοί μαζί της»)
ζ) «πηγαίνω να...» — φτάνω στο σημείο, κοντεύω να, ετοιμάζομαι να... (α. «πάω να τρελαθώ από τον πόνο» β. «πήγε να πεθάνει από τον φόβο της» γ. «πάει να χαράξει»)
η) «πάω για...» — επιδιώκω να γίνω ή να κάνω κάτι (α. «πάει για γιατρός» β. «πάω για καβγά»)
θ) «πάω χαμένος» — καταστρέφομαι ή έχω καταστραφεί (α. «αν τήν παντρευτείς, πας χαμένος»)
ι) «πάω με τον διαβήτη» — ενεργώ με πολλή προσοχή
ια) «πάω σαν τον κάβουρα» — καρκινοβατώ, δεν προχωρώ, δείχνω σημάδια οπισθοχώρησης
ιβ) «πάω κόντρα» — αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι σε κάποιον ή σε κάτι
ιγ) «πάω πάσο» — αποσύρομαι, δεν συμμετέχω
ιδ) «πάω με το πάσο μου» — προχωρώ αργά, δεν βιάζομαι
ιε) «πάω ρολόι» — λειτουργώ με απόλυτη ακρίβεια και συνέπεια
ιστ) «πάω περίπατο» — αποτυγχάνω ή διαλύομαι
ιζ) «πάω αμόντε» — ναυαγώ, καταστρέφομαι
ιη) «εισιτήριο πάει κι έλα» — εισιτήριο με επιστροφή
ιθ) «πού θα μού πας» — θα σέ εκδικηθώ
κ) «του πήγε πέντε πέντε» ή «τον πήγε ριπιτί» — φοβήθηκε πολύ
κα) «πάει με τον σταυρό στο χέρι» — ενεργεί με υπερβολικές προφυλάξεις ή με υπερβολική τήρηση τών ηθικών κανόνων μήπως διαπράξει κάτι κακό
κβ) «πάει φούντο» — καταστρέφεται
κγ) «τά πάω καλά με...» — έχω αρμονικές σχέσεις με...
κδ) «ας πάει και το παλιάμπελο» — θυσιάζω τα πάντα, αδιαφορώ για τα πάντα
κε) «πώς πάμε;» ή «πώς τά πας;» — είσαι καλά, είσαι ευχαριστημένος;
κστ) «δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα» — είναι εντελώς ανίδεος
κζ) «να σέ πάνε τέσσεροι» — μακάρι να πεθάνεις
κη) «από δω παν κι άλλοι» — έφυγε για πάντα
κθ) «πήγαινε από δω» ή «άντε πάγαινε, ρε» — φύγε από δω
λ) «πήγαινε στο καλό» ή «πήγαινε στην ευχή»
i) (ως ευχή) ας έχεις καλό ταξίδι ή ας ευοδωθούν οι προσπάθειές σου
ii) (ως ευφημ.) ξεφορτώσου με, απάλλαξέ με από την παρουσία σου
λα) «πήγαινε στο διάολο [στο διάτανο]» ή «πήγαινε στα τσακίδια» — φύγε από μπροστά μου να μη σε βλέπω
λβ) «πόσο πάει το μαλλί» — ποια είναι η αμοιβή για αγορά ή εξυπηρέτηση
λγ) «πάει κατά διαβόλου» — έχει πολύ κακή εξέλιξη, βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση
λδ) «πάει στράφι» — δεν έγινε τίποτε, η προσπάθεια αποδείχθηκε μάταιη
17. παροιμ. α) «Γιάννης πήγες, Γιάννης ήρθες» — δεν κατόρθωσες να κάνεις τίποτε, μάταια κουράστηκες ή δεν επιδέχεσαι διόρθωση
β) «γαϊδούρι πήγε, μουλάρι γύρισε» — παρά τις ελπίδες για βελτίωση, έγινε χειρότερος από ὁ,τι ήταν
γ) «πήγε για μαλλί και ήρθε κουρεμένος»
ὁχι μόνο δεν κέρδισε ὁ,τι περίμενε αλλά έχασε κιόλας
δ) «πήγε για μαμμή κι έκατσε λεχώνα» — καθυστέρησε άσκοπα πάρα πολύ
ε) «όταν εσύ πήγαινες, εγώ γύριζα» — δεν έχεις τα προσόντα ή την εμπειρία για να μέ εξαπατήσεις ή για να μού κάνεις υποδείξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πηγαίνω έχει σχηματιστεί από τον παρατ. και αόρ. του αρχ. ὑπάγω, ὑπῆγ-ον και ὑπήγ-αγ-ον κατά το σχήμα: μανθάνω - ἔμαθον / έμαθα - μαθαίνω, τυγχάνω - έτυχον / έτυχα - τυχαίνω, με σίγηση του αρκτικού άτονου υ- (βλ. και διαλ. τ. πα(γ)αίνω), ενώ ο τ. πά(γ)ω από το αρχ. υπάγω με σίγηση του αρκτικού υ-].