σεσαρώς

English (LSJ)

v. σαίρω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεσαρώς ptc. perf. van σέσηρα.

Russian (Dvoretsky)

σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.

Greek (Liddell-Scott)

σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).

Greek Monotonic

σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.