v. σαίρω¹.
σεσαρώς ptc. perf. van σέσηρα.
σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.
σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).
σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.