σεσηρότως

English (LSJ)

Adv. of σέσηρα (σαίρω (A)), with a grin, Poll.3.132.

Greek (Liddell-Scott)

σεσηρότως: Ἐπίρρ. τοῦ σέσηρα (σαίρω) μὲ διεσταλμένα τὰ χείλη, Πολυδ., Γ΄, 132, Boiss. Ἀνέκδ. 5. 455.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με διεσταλμένα τα χείλη, δηλαδή με πλατύ χαμόγελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεσηρώς, -ότος του σέσηρα, παρακμ. του αμάρτυρου ενεστ. σαίρω (Ι) «γελώ δείχνοντας τα δόντια»].