σεσηρώς

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
part. de σέσηρα.

Russian (Dvoretsky)

σεσηρώς: υῖα, ός part. pf. pass. к σαίρω.

German (Pape)

σεσαρυῖα, σεσηρός, s. σαίρω¹.