Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σημασιολογία
Greek Monolingual
η, Ν γλωσσ.κλάδος της γλωσσολογικής επιστήμης που μελετά τη σημασία, το νόημα τών λέξεων, αλλ. σημαντική. [ΕΤΥΜΟΛ.<σημασία+ -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Ι. Μαυροφρύδη].