σησάμιον

English (LSJ)

τό, Dim. of σησαμῆ, Hdn.Epim.125.

German (Pape)

[Seite 876] τό, = σησαμούντιον, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σησάμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σησαμῆ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 125.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. σουσάμι.