σητάω

English (LSJ)

(σής) fret, of moths, Suid.

German (Pape)

[Seite 876] anfressen, von Motten; Suid. σητώμενα, βιβρωσκόμενα.

Greek (Liddell-Scott)

σητάω: (σὴς) βιβρώσκω, κατατρώγω, ὡς οἱ σῆτες τὰ ὑφάσματα, Σουΐδ.