σής
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
English (LSJ)
ὁ, gen. σεός (as if fr. σεύς, which is given as nom. by Choerob. in Theod.1p.406H.); pl., nom. σέες Moer.p.339 P.; gen.
A σέων Hermipp. 94, Ar.Lys.730, Ph.2.461 (not σεῶν, v. Choerob. l. c.); acc. σέας Luc.Ind.1:—the forms σητός, σῆτες, σητῶν, etc., were later, as in Men.540.5, Arist.HA557b3, Thphr. HP 9.11.11, Ph.2.361 (and v.l. in 2.461), cf. Moer. l.c., etc.:—moth, [χρυσὸν] οὐ σ. οὐδὲ κὶς δάπτει Pi.Fr.222, cf. Ar. l. c., Str.13.1.54, Ev.Matt.6.19, Ev.Luc.12.33; attacking books, Luc. l. c.
2 metaph., σῆτες ἀκανθοβάται or -λόγοι, of the Grammarians, bookworms, AP11.322 (Antiphan.), 347 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 876] ὁ, gen. σεός, plur. σέες, σέων, Ar. Lys. 731, σέας, Luc. adv. ind. 1, Thom. Mag. 790; erst Sp. auch gen. σητός; die Motte, Kleidermotte, welche wollene Zeuge zerfrißt, auch die Büchermotte, σὴς κεῖνον οὐ δάπτει, Pind. frg. 243. In der Anth. heißen die Gramm. spöttisch σῆτες ἀπ' Ἀριστάρχου, σῆτες ἀκανθῶν, gleichsam Bücherwürmer, Antiphan. 5 (XI, 322), Philp. 44 (XI, 347). Vielleicht mit σήθω zusammenhangend.
French (Bailly abrégé)
σητός (ὁ) :
petit ver, larve d'insecte, mite, teigne.
Étymologie: DELG origine obscure.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σής σεός, ὁ plur. acc. σέας, later plur. gen. σητῶν, mot (insect).
Russian (Dvoretsky)
σής: σεός, Arst. etc. gen. σητός ὁ (pl. σέες - поздн. σῆτες, gen. σέων, acc. σέας) моль Pind., Arph., Arst., Men.: οἱ ἀπ᾽ Ἀριστάρχου σῆτες шутл. Anth. аристархово племя книжных червей, т. е. грамматики.
Greek (Liddell-Scott)
σής: ὁ, γεν. σεὸς (ὥσπερ ἐξ ὀνομαστ. σεύς)· πληθ. ὀνομαστ. σέες· γεν. σέων Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 20, Br. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 731· αἰτ. σέας Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 1, ἴδε Θωμ. Μάγιστρ. σ. 700· ― οἱ ὁμαλοὶ τύποι σητός, σῆτες, κτλ., ἐγένοντο εὔχρηστοι μόνον βραδύτερον, οἷον παρὰ Μενάνδρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1, Φίλων 2. 361· πρβλ. Χοιροβ. 1. 209, Μοῖρ., κλπ.· ― ὁ σκώληξ ὁ κατατρώγων τὰ μάλλινα ἐνδύματα, «σκόρος», «βώτριδα», Λατιν. tinea, Πινδ. Ἀποσπ. 243, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ. 2) μεταφορ., ἀπ’ Ἀριστάρχου σῆτες ἀκανθολόγοι ἢ «βάται, κωμικὸν ἐπώνυμον τῶν γραμματικῶν, τῶν οἱονεὶ βιβλιοσκωλήκων, Ἀνθ. Π. 11. 322, 347. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σής· σκώληξ ὁ ἐν τοῖς μελισσ(ε)ίοις γινόμενος καὶ ὑφάσμασι». ― Ἴδε Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 527.
English (Slater)
σής moth κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2.
English (Strong)
apparently of Hebrew origin (סָס); a moth: moth.
English (Thayer)
σητός, ὁ (Hebrew סָס., עָשׁ, a moth, the clothes-moth (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Moth; Alex.'s Kitto, under the word Ash): Pindar, Aristophanes, Aristotle, Theophrastus, others.)
Greek Monolingual
-ητός, ὁ, ΝΑ
(λόγ. τ.) λεπιδόπτερο έντομο, ο σκόρος (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», Πίνδ.
β. «ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει», ΚΔ)
αρχ.
1. ειρων. σχολαστικός γραμματικός της Αλεξανδρινής εποχής
2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ ὁ ἐν τοῖς μελισσ(ε)ίοις γιγνόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -ής κατά τα σιγμόληκτα επίθετα (πρβλ. σαφής). Έχουν προταθεί διάφορες συνδέσεις της λ., όπως με το απαρμφ. ψῆν «ξύνω» ή με το ρ. σίνομαι «βλάπτω» και το λατ. tinea «σκόρος». Κατ' άλλους, ίσως πρόκειται για σημιτικό δάνειο, πρβλ. ακκαδ. sāsu, εβρ. sās «σκόρος», αρμ. cec «σκουλήκι», αν δεν πρόκειται για συμπτωματική αντιστοιχία στην σημ. και την μορφή].
Greek Monotonic
σής: ὁ, γεν. σεός, πληθ. σέες, σέας, σέων· μεταγεν. γεν. σητός κ.λπ.· σκώρος που κατατρώγει μάλλινα υφάσματα, έντομο, σαράκι, Λατ. tinca, σε Αριστοφ.· μεταφ., κωμικό παρωνύμο των γραμματικών, των «βιβλιοφάγων», σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: moth, mite (Pi a. o.).
Other forms: Gen. pl. σέων (Ar. Lys. 730 a. o.), acc. σέας (Luc. Ind. 1), nom. σέες, gen. sg. σεός (gramm.); later σητός, σῆτες, σητῶν (Arist. etc.)
Compounds: σητό-βρωτος eaten away by moths (LXX, NT).
Derivatives: σητάω to eat away, to gnaw, in σητώμενα βιβρωσκόμενα (Suid.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The younger forms σητός etc. like θής, θητός a. o.; older σέων (to which σέας, σέες) after the type σαφής, -έων; σεός with acc. after the monosyllables. -- Several doubtful attempts at explanation: to ψῆν (Prellwitz with ?); from *τι̯ης or *τϜη[ι̯]ς to Lat. tinea or σίνομαι etc. (lit. in Bq, WP. 1, 702 and W.-Hofmann s. tinea and tābēs). The similarity with Hebr. sās moth, Acc. sasu a.o. (Lewy Fremdw. 16f., Scheftelowitz BB 28, 289), Arm. c'ec mite (Vegt NTS 9, 334) may be accidental; s. E. Masson Recherches 93f.
Middle Liddell
σής, οῦ, ὁ,
a moth which eats woollen stuff, Lat. tinea, Ar.:—metaph. for a bookworm, Anth.
Frisk Etymology German
σής: σῆτες (Pi. u. a.),
{sḗs}
Forms: Gen. pl. σέων (Ar. Lys. 730 u. a.), Akk. σέας (Luk. Ind. 1), Nom. σέες, Gen. sg. σεός (Gramm.); später σητός, σῆτες, σητῶν (Arist. usw.)
Grammar: m.
Meaning: Motte, Milbe;
Composita: σητόβρωτος von Motten zerfressen (LXX, NT);
Derivative: σητάω fressen, nagen, in σητώμενα· βιβρωσκόμενα (Suid.).
Etymology: Die jüngeren Formen σητός usw. wie θής, θητός u. a.; das ältere σέων (wozu σέας, σέες) nach dem. Typus σαφής, -έων; σεός mit Akz. nach den Einsilblern. —Mehrere fragwürdige Erklärungsversuche: zu ψῆν (Prellwitz mit?); aus *τι̯ης oder *τϝη[ι̯]ς zu lat. tinea od. σίνομαι u. a. m. (Lit. bei Bq, WP. 1, 702 und W.-Hofmann s. tinea und tābēs). Die Ähnlichkeit mit hebr. sās Motte u.a. (Lewy Fremdw. 16f., Scheftelowitz BB 28, 289), arm. c̣ec̣ Milbe (Vegt NTS 9, 334) ist vielleicht zufällig; s. E. Masson Recherches 93f.
Page 2,698
Chinese
原文音譯:s»j 些士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:蟑螂 相當於: (עָשׁ / עֲשַׂב)
字義溯源:蛀蟲,蟲,蠹,蟲子,蟲子咬;源自希伯來文(סָס)=蟲子),而 (סָס)出自(סוּס / סִיס)=跳躍)
出現次數:總共(3);太(2);路(1)
譯字彙編:
1) 蟲子咬(2) 太6:19; 太6:20;
2) 蟲(1) 路12:33
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-σεός καί σητός (=σκόρος, βώτριδα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει συγγένεια μέ τό σίνομαι.