σθενοβλαβής

English (LSJ)

σθενοβλαβές, hurting the strength, weakening, Opp.C.2.82.

German (Pape)

[Seite 876] ές, der Kraft schadend, dah. entkräftend, Opp. Cyn. 2, 82.

Greek (Liddell-Scott)

σθενοβλᾰβής: -ές, ὁ τὴν ἰσχὺν βλάπτων, ἐξασθενίζων, ἐκνευρίζων, Ὀππ. Κυν. 2. 82.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βλάπτει το σθένος, που προκαλεί εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + -βλαβής, πιθ. κατά το φρενοβλαβής.