σιάλ

Greek Monolingual

το, Ν
γεωλ. το επιφανειακό στρώμα του στερεού φλοιού της Γής, όπου τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων είναι το πυρίτιο, με σύμβολο Si, και το αργίλιο, με σύμβολο ΑΙ, στρώμα το πάχος του οποίου φθάνει τα 15 χιλιόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < sial < si-licium «πυρίτιο» + al-uminium «αργίλιο»].