η, Ν σιγαλός(ιδίως κατά τη διάρκεια της νύχτας) ησυχία, ηρεμία, έλλειψη κάθε είδους θορύβου («νά 'χες τη δύναμη ν' ακούς τών ουρανών τη σιγαλιά», Κ. Βάρναλης)2. νηνεμία, άπνοια.