σιγητική, σιγητικόν, = σιγηλός, Hp.Decent.3.
[Seite 878] = σιγηλός, Hippocr.
σῑγητικός: -ή, -όν, = σιγηλός, Ἱππ. 22. 48.
-ή, -όν, Α σιγητής σιγηλός.
σιγητικός -ή -όν [σιγάω] zwijgend.