ο, Νβοτ.1. ποικιλία σταφυλιού που ωριμάζει αργότερα από τα άλλα είδη2. βλ. σιδερίτις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιδηρῖτις, ἡ, κατά τα αρσ. σε -ίτης].