σιδηροπωλείο

Greek Monolingual

το, Ν
κατάστημα πώλησης σιδερένιων και, γενικά, μεταλλικών σκευών και εργαλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. σιδηροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Νικολ. Κοντόπουλου].