σιδηρουργία

English (LSJ)

ἡ, working in iron, Poll.7.105.

German (Pape)

[Seite 880] ἡ, das Arbeiten in Eisen, Eisenarbeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρουργία: ἡ, τὸ κατεργάζεσθαι τὸν σίδηρον, Πολυδ. Ζ. 105.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σιδηρουργός
η τέχνη κατεργασίας του σιδήρου
νεοελλ.
1. το σύνολο τών μεθόδων κατεργασίας και διαμόρφωσης του σιδήρου, τών χαλύβων και τών χυτοσιδήρων σε βιομηχανική ή βιοτεχνική κλίμακα
2. η σιδηρουργική βιομηχανία.