η / σιμότης, -ητος, ΝΑ σιμόςη ιδιότητα του σιμού, το να είναι η μύτη σιμή ή το να έχει κανείς σιμή μύτηνεοελλ.ελαφρά κυρτότητα του καταστρώματος τών πλοίων για να φεύγουν εύκολα τα νερά.