σινδόνη

English (LSJ)

ἡ, f.l. for σινδόνιον in Gal.19.117 s.v. λάσιον.

German (Pape)

[Seite 883] ἡ, = σινδών, seine indische Leinwand, Kleid od. Tuch davon, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σινδόνη: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ σινδόνιον, παρὰ Γαλην. Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λεπτό ύφασμα, σεντόνι, σάβανο («η σινδόνη του Χριστού»)
αρχ.
λεπτό ύφασμα, σινδόνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, -όνος «λεπτό ύφασμα», κατά τα θηλ. σε -η].