σιρίτι

Greek Monolingual

και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν
1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση
2. διακριτικό της στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με -ει- οφείλονται πιθ. στην επίδραση της λ. σειρά (πρβλ. σειρίδα «σιρίτι» < σειρά)].