σισυρνώδης

English (LSJ)

σισυρνῶδες, like a skin or fur, στόλος S.Fr.413.

German (Pape)

[Seite 884] ες, von der Art, dem Ansehen eines Flauses, Pelzes, στόλος, Soph. frg. 362.

Russian (Dvoretsky)

σισυρνώδης: похожий на шкуру, косматый (στόλος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐσυρνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς δορὰν ἢ «γοῦναν», Σοφ. Ἀποσπ. 362, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σίσυρνα
όμοιος με σίσυρνα.