σιτοβολώνας

Greek Monolingual

ο / σιτοβολών, -ῶνος, ΝΜΑ
η σιταποθήκη («ἀνέῳξε πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾱσι τοῖς Αἰγυπτίοις», ΠΔ)
νεοελλ.
τόπος που παράγει άφθονα σιτηρά («η Θεσσαλία, ο σιτοβολώνας της Ελλάδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θ. βολ- του βάλλω (πρβλ. βόλος) + επίθημα -ών (πρβλ. αχυροβολών)].