σιτοβόρος
English (LSJ)
σιτοβόρον, = σιτοφάγος, read by EM 216.9 in Nic.Th.802.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοβόρος: -ον, = σιτοφάγος, ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. εἰς Νικ. Θηρ. 802.
Greek Monolingual
και σιτηβόρος, -ον, Α
αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει το σιτάρι («κανθαρίδος σιτηβόρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος. Ο τ. με -η- πιθ. για μετρικούς λόγους].