σιτοφυλακεῖον

English (LSJ)

τό, granary, Suid.

German (Pape)

[Seite 886] τό, Ort, Gefäß, worin Getreide aufbewahrt wird (?).

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοφῠλᾰκεῖον: τό, ἀποθήκη σίτου, σιτοβολών, Σουΐδ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σιτοφύλαξ, -ακος
1. (κατά το λεξ. Σούδα) σιταποθήκη
2. σιτοβολώνας.