ἀποθήκη
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
ἡ,
A any place wherein to lay up a thing, magazine, storehouse, Th.6.97; ἀποθήκη βιβλίων Luc.Ind.5; ἀποθήκη σωμάτων = burial place, Id.Cont.22.
2 refuge, Philist.59.
II anything laid by, store, ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἐς τὸν Πέρσην lay up store of favour with him, Hdt. 8.109.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
I 1depósito, almacén gener. τοῖς τε σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη Th.6.97, ἀποθήκη τῶν χρημάτων ὀρυκτὰς ὑπογείους Plu.2.70e, ἀ. φυλάττει χρηματικὸς ... ἀνήρ Plu.2.1069b
•granero συνάξει τὸν σῖτον ... εἰς τὴν ἀ. Eu.Matt.3.12
•ἀποθήκη σωμάτων = cementerio Luc.Cont.22
•ἀποθήκη τῶν βιβλίων depósito de libros, biblioteca Luc.Ind.5, D.C.49.43.8
•como parte de la casa almacén, despensa, bodega especialmente para vino, Artem.2.10, Colum.1.6.20, Hor.Sat.2.5.7, Vitr.6.5.2, Varro Sat.Men.114, Isid.Etym.15.5.8, Firm.3.7.13
•almacén, tienda, SB 9902F9 (III d.C.), BGU 931.2 (III/IV d.C.), POxy.2729.31, 33 (IV d.C.).
2 ἀ.· ἀντὶ τοῦ ἀντιστροφήν Philist.76.
II 1depósito, garantía, prenda ἀποθήκην ... ποιήσεσθαι ἐς τὸν Πέρσην Hdt.8.109
•reserva καταλίπετε αὐτὸ εἰς ἀποθήκην LXX Ex.16.23.
2 ingreso de dinero PTeb.347.1 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 303] ἡ, 1) ein Ort, wo man etwas niederlegt u. aufbewahrt, Speicher, Scheuer, bes. Sp., z. B. βιβλίων Luc. adv. Indoct. 5; σώματος, Grab, Cont. 21; für σῖτος Matth. 3, 12. 6, 26. – Her. ἀποθήκην ποιεῖσθαι εἴς τινα, ἵνα ἔχοι ἀποστροφήν 8, 109, gleichsam Dank bei ihm aufspeichern, sich einen Hinterhalt sichern.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lieu de dépôt : βιβλίων LUC dépôt de livres ; σώματος LUC tombeau ; abs. magasin (de vivres, d'approvisionnements) ; fig. ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς τινα HDT se ménager un lieu de refuge auprès de qqn.
Étymologie: ἀποτίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθήκη: ἡ склад, хранилище (τοῖς σκεύεσι Thuc.; τῆς πολυπραγμοσύνης Plut.; βιβλίων Luc.): ἀ. σωμάτων Luc. место погребения; ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς τινα Her. обеспечить себе убежище у кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθήκη: ἡ, μέρος πρὸς ἀπόθεσιν οἱουδήποτε πράγματος, Θουκ. 6. 97· ἀποθήκη βιβλίων Λουκ. Πρὸς ἀπαιδ. 5· ἀπ. σωμάτων, νεκροταφεῖον, Λουκ. Ἐπισκ. 22. 2) καταφύγιον, Φίλιστ. 59. ΙΙ. τὸ ἀποτίθεσθαι, ἀποταμιεύειν χάριν παρὰ τινι, ταῦτα ἔλεγε ἀποθήκην μέλλων ποιήσεσθαι ἐς τὸν Πέρσην ἵνα, ἤν ἄρα τί μιν καταλαμβάνῃ πρὸς Ἀθηναίων πάθος, ἔχῃ ἀποστροφήν, καταφύγιον, Ἡρόδ. 8. 109.
English (Strong)
from ἀποτίθημι; a repository, i.e. granary: barn, garner.
English (Thayer)
ἀποθηκης, ἡ (ἀποτίθημι), a place in which anything is laid by or up; a storehouse, granary (A. V. garner, barn): Thucydides 6,97.)
Greek Monolingual
η (AM ἀποθήκη) αποτίθημι
καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών
νεοελλ.
1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
αρχ.
1. αποθήκευση, αποταμίευση
2. «αποθήκη σωμάτων» — το νεκροταφείο
3. καταφύγιο («ἀποθήκην μέλλων ποιήσεσθαι εἰς τὸν Πέρσην» — να εξασφαλίσει καταφύγιο).
Greek Monotonic
ἀποθήκη: ἡ (ἀπο-τίθημι)·
I. μέρος για την αποθήκευση οποιουδήποτε πράγματος, σιταποθήκη, αποθηκευτικός χώρος, ταμείο, σε Θουκ.
II. οτιδήποτε έχει αποθηκευτεί, προμήθειες, εφόδια· ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς τινα, αποθηκεύω προμήθειες για χάρη κάποιου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀποτίθημι
I. any place wherein to lay up a thing, a barn, magazine, storehouse, Thuc.
II. anything laid by, a store, ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς τινα to lay up store of favour with him, Hdt.
Chinese
原文音譯:¢poq»kh 阿坡-帖咳
詞類次數:名詞(6)
原文字根:從-安置
字義溯源:倉庫,穀倉,倉房,倉,庫;源自(ἀποτίθημι)=脫去);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。比較: (ταμεῖον)=庫房,儲藏室
出現次數:總共(6);太(3);路(3)
譯字彙編:
1) 倉(4) 太3:12; 太6:26; 太13:30; 路3:17;
2) 庫(1) 路12:24;
3) 倉房(1) 路12:18
English (Woodhouse)
depository, place for storing, place to store things, storeroom, store-room
Mantoulidis Etymological
(=τόπος γιά ἀπόθεση πραγμάτων). Ἀπό τό ἀποτίθημι (=βάζω στήν ἄκρη). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τίθημι.