σιττύβη

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, ein ledernes Kleid, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σιττύβη: ἡ, ἔνδυμα δερμάτινον, σισύρα, «γοῦνα», Ἡσύχ., καὶ πιθαν. γραφὴ παρὰ Πολυδ. Ζʹ, 70.