σισύρα
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, goat's-hair cloak, used as a garment by day and a coverlet by night, Ar.Ra.1450, V.738, Ec.347, Lys.933, Av.122; ἐν πέντε σ. ἐγκεκορδυλημένος Id.Nu.10; σ. δερματίνη Pl.Erx.400e; cf. σίσυρνα, σίσυς.—Tz. (ad Lyc.634) distinguishes σισύρα as made ἐκ δέρματος ἐντρίχου from σίσυρνα = ἄτριχον δερμάτιον.
German (Pape)
[Seite 884] ἡ, ein dicker, zottiger Rock, an dem die Wolle nicht abgeschoren ist, ein Flaus, Flausrock; Her. 4, 109. 7, 67, Ar. Vesp. 1138, wo der Schol. es durch βαίτα erkl., ἡ ἀπὸ δερμάτων συῤῥαπ τομένη χλανίς, Pelz; s. noch Lys. 933 Eccl. 840 Ran. 1455, wo der Schol. sagt χλαίνης εἶδος εὐτελοῦς· τινὲς δὲ ἱμάτιον τραχὺ καὶ παχύ, περιβόλαιον ἀγροικικόν, δουλικόν, παλαιόν· ἢ χιτὼν δερμάτινος, und zum Schluß δοκεῖ βαπ τὴ εἶναι ἐκ δερμάτων αἰγείων; vgl. Schol. Av. 122; δερματίνη, Plat. Eryx. 400 e; κἂν σισύρα τῶν παχειῶν τὸ ἱμάτιον ᾖ, Luc. rhet. praec. 16. S. noch Poll. 7, 61. 69. 10, 64. Nach Hesych. scheint es auch σίσυς geheißen zu haben.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
peau garnie de son poil, fourrure épaisse et grossière.
Étymologie: DELG mot pop. et emprunté. d'origine inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῐσύρα en σίσυρνα -ας, ἡ vacht, pels (van geiten).
Russian (Dvoretsky)
σῐσύρα: или σίσυρνα (ῠ) ἡ тулуп, овчина или козья шкура Her., Aesch., Arph., Plat. etc.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σίσυρνα και σισύρνα και σισύρνη, ΜΑ
νεοελλ.
γούνα, μηλωτή
Greek Monotonic
σῐσύρα: [ῠ], ἡ, πανωφόρι από μαλλί κατσίκας, που χρησίμευε ως ένδυμα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ως σκέπασμα τη νύχτα, κάπα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐσύρα: [ῠ], ἡ, ἐπενδύτης, ἐπανωφόριον ἐξ αἰγείων τριχῶν, ὅπερ ἐχρησίμευεν ὡς ἔνδυμα ἐν καιρῷ ἡμέρας καὶ ὡς σκέπασμα ἐν καιρῷ νυκτός, ὡς παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησιν ἡ «κάπα» (πρβλ. βαίτη καὶ ἴδε ἐν λέξ. χλαῖνα), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1459, πρβλ. Σφ. 738, Ἐκκλ. 347· ἐν πέντε σ. ἐγκεκορδυλημένος ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 10· σ. δερματίνη Πλάτ. Ἐρυξ. 400Ε· πρβλ. σίσυρνα· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὡσαύτως σίσυς. - Ὁ Τζέτζ. (Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 634) διακρίνει τὴν σισύραν ὡς πεποιημένην ἐκ δέρματος ἐντρίχου (= «γοῦνα») ἀπὸ τῆς σισύρνης = ἄτριχον δερμάτιον.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: thick, villous cloak (made of goat fur), fleece cloak (Ar.).
Other forms: σίσυρ-να (-νη; Solmsen Wortforsch. 259), -νος m. H., also -ος and σίσυς (H.).
Compounds: Some compp., e.g. σισυρνο-φόρος wearer of a σ. (Hdt.; of the Iranian Πάκτυες).
Derivatives: σισυρ-ωτός made into a σ. (Athen IVa), -νώδης σ.-like' (S. Fr. 413).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Foreign word of unknown origin (cf. Schrader-Nehring Reallex. 2, 156). Cf. σίττυβος. -- Furnée 215 considers the word as Pre-Greek, which seems probable.
Middle Liddell
σῐσῠ́ρα, ἡ,
a cloak of goats-hair, which served as a garment by day and a coverlet by night, Ar.
Frisk Etymology German
σισύρα: (Ar.),
{sisúra}
Forms: σίσυρνα (-νη; Solmsen Wortforsch. 259), -νος m. H., auch -ος und σίσυς (H.)
Grammar: f.
Meaning: ‘dicker, zottiger Rock (aus Ziegenfell), Flausrock’.
Composita: Einige Kompp. und Abl., z.B. σισυρνοφόρος ‘Träger einer σ.’ (Hdt.; von den iranischen Πάκτυες), σισυρωτός ‘zu einer σ. bearbeitet’ (Athen IVa), -νώδης’σ.-ähnlich’ (S. Fr. 413).
Etymology: Fremdwort unbek. Herkunft (vgl. Schrader-Nehring Reallex. 2, 156). Pelasgische Erklärungen bei v. Windekens Ét. Pélasg. 57 ff. Vgl. σίττυβος.
Page 2,710-711