σιτών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, cornfield, Plu.2.524a.

German (Pape)

[Seite 887] ῶνος, ὁ, Weizenacker, Kornfeld, Plut. divit. cup. 2, wo Reiske συκών vermuthet.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
champ de blé.
Étymologie: σῖτος.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτών: -ῶνος, ὁ, ἀγρὸς ἐσπαρμένος μὲ σῖτον, διάφορ. γραφὴ παρὰ Πλουτ. 2. 524Α˙ σιτοβολών, ἀποθήκη σίτου, Βυζ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτών: ῶνος ὁ хлебное поле, нива Plut.