Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σκάλεθρο
Greek Monolingual
το / σκάλεθρον, ΝΑ, και σκάλευθρον Α εργαλείο με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά νεοελλ. μτφ. αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν. [ΕΤΥΜΟΛ.<σκαλεύω+επίθημα -θρον (πρβλ. έλκηθρον)].