σκάλῐσις: ἡ, = σκάλσις, διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6., 4. 13, 3· σκᾰλισμός, ὁ, ἴδε Εὐνάπ. σ. 59.
ἡ, = σκαλισμός, Theophr.