σκάναμα

English (LSJ)

Doric for σκήνημα.

Greek (Liddell-Scott)

σκάναμα: «τόπος πρὸς τὸ εὖ στιβάσασθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τόπος πρὸς τὸ εὖ στιβάσασθαι».