σκάνδυξ

English (LSJ)

υκος, ἡ, = σκάνδιξ (chervil, chaerophyllum, wild chervil, Scandix pecten-veneris), v.l. in Dsc. 2.138.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
c. σκάνδιξ.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδυξ: -ῡκος, ὁ, = τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 178.

Greek Monolingual

ο / σκάνδυξ, -υκος, ἡ, ΝΑ
βλ. σκάνδιξ.