-ατος, τό, = σκῖρος 2, Dsc.1.1 (σκιρρ-); f.l. for σκλήρωμα in Poll.4.198.
σκίρωμα: τό, = σκῖρος Ι. 2, Διοσκ. 1.1, Πολυδ. Δ΄, 108.
το, ΝΑβλ. σκίρρωμα.