σκαληνής

English (LSJ)

σκαληνές, = σκαληνός, Arist.AP0.74a27, Ph.224a5 (in both places with v.l. σκαληνόν).

Russian (Dvoretsky)

σκᾰληνής: Arst. = σκαληνός.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰληνής: -ές, = σκαληνός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. σκαληνόν).

Greek Monolingual

-ες, Α
σκαληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα].