σκανδάλα

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, oder σκανδάλη, = σκανδάληθρον; Alciphr. 3, 22.

Greek (Liddell-Scott)

σκανδάλᾱ: ἡ, ἢ μᾶλλον σκανδάλη, = τῷ ἑπομ., Ἀλκιφρων 3. 22.