σκανοθήκα

English (LSJ)

, Dor. for σκηνοθήκη, IG5(1).879.2, al. (Sparta), 5(2).469.5 (Megalopolis).

Greek (Liddell-Scott)

σκανοθήκα: ἡ, θήκη σκηνῶν, πλίνθοι δαμόσιαι σκανοθήκας Ἐπιγρ. Σπάρτης ἐν Mitt. d. d. arch. Inst. II. σ. 441.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σκηνοθήκη.