σκαρφαλώνω

Greek Monolingual

Ν
ανεβαίνω σε ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια μου, αναρριχώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τα ρ. σκαλώνω και καρφώνω με συμφυρμό].