καρφώνω

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

καρφί
1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια»)
2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τον κάρφωσε με το μαχαίρι»)
3. καταδίδω, προδίδω («μην του εμπιστευθείς τίποτα, θα σέ καρφώσει αμέσως»)
4. (στο βόλεϋ) χτυπώ δυνατά τη μπάλα ώστε να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο της αντίπαλης ομάδας
5. κατασκευάζω σκελετό πλοίου
6. κολλάω
7. (για άγκυρα) στερεώνομαι στον πυθμένα
8. ξορκίζω, αντιμετωπίζω εχθρό ή απειλή κάνοντας μάγια στο ομοίωμά του
9. επισημαίνω με το βλέμμα, σταμπάρω κάποιον
10. φρ. α) «καρφώνω κάπου τα μάτια μου» — προσηλώνω τα μάτια μου κάπου, κοιτάζω κάπου επίμονα
β) «μού καρφώθηκε αυτή η ιδέα» — μού έγινε έμμονη ιδέα
γ) «καρφώνεται κάτι στο κεφάλι μου» — μπαίνει κάτι στον νου μου.