σκελετικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σκελετός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκελετό («σκελετική δομή»)
2. φρ. α) «σκελετικός μυς»
βιολ. καθένας από τους γραμμωτούς μυς που προσφύεται σε ένα τμήμα του σκελετού
β) «σκελετικό σύστημα»
βιολ. ο σκελετός.