hew with an adze, Hero Aut.1.5.
[Seite 892] mit dem σκέπαρνον hauen, behauen, Mathem. vett.
σκεπαρνίζω: πελεκῶ διὰ σκεπάρνου, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 244.
ΝΑ σκέπαρνος1. δίνω σκεπαρνιές2. κόβω ή πελεκώ ξύλα με το σκεπάρνι.