σκεπινός

English (LSJ)

v. σκεπεινός.
V. ἀτταγεινός.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπῐνός: -ή, -όν, = σκεπανός, Ἀρχιγέν. ἐν Coccli. Χειρουργ. σ. 118.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. σκεπεινός.